Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

χαλαρώνω, περιορίζω σταδιακά κάτι, σταματάω σταδιακά κάτι

         
wind down

         

Ερμηνεία:

Χαλαρώνω μετά από στρες, άγχος ή έντονη ψυχική διέγερση.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Wind-down of stem-cell institute leaves a void. Loring JF.Nature. 2019 Aug;572(7768):155.

Query "wind-down, switch-off". Hays H.J Pain Symptom Manage. 1999 May;17(5):306-8.

Wind me up! Wind me down! Regulation of Eukaryotic DNA Replication, sponsored by McGill University, Montreal, Canada, March 5-8, 1990. Carty MP.New Biol. 1990 Jun;2(6):513-7.



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: